- ημιβαφής
- ἡμιβαφής, -ες (Α)μισοβαμμένος, αυτός που είναι βαμμένος κατά το ήμισυ.[ΕΤΥΜΟΛ. < ημι-* + -βαφής (< βαφή), πρβλ. αιμο-βαφής, οινο-βαφής].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἡμιβαφής — half dipped masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἡμιβαφές — ἡμιβαφής half dipped masc/fem voc sg ἡμιβαφής half dipped neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ημι- — (AM ἡμι ) αχώριστο πρόθημα ως α συνθετικό λέξεων τής αρχ., μσν. και νεοελλ. γλώσσας που έχουν την έννοια ότι αυτό που δηλώνει το β συνθετικό είναι: α) το μισό, ως προς το ποσό (πρβλ. ημισέληνος, ημισφαίριο) β) κάτι το ελλιπές, μη τελειωμένο,… … Dictionary of Greek